- συμμιμητής
- ὁ, Α [συμμιμοῡμαι]ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμιμηταί — συμμῑμηταί , συμμιμητής joint imitator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)